προδιελθεῖν

προδιελθεῖν
προδιέρχομαι
go through before
aor inf act (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • προδιέρχομαι — Α 1. (κυρίως σχετικά με την κίνηση τών εντέρων) περνώ διά μέσου από πριν 2. διηγούμαι κάτι προηγουμένως («ὃν δὲ τρόπον γέγραπται, προδιελθεῑν ὑμῑν βούλομαι», Αισχίν.) 3. (για χρόνο) προηγούμαι («τῷ προδιεληλυθότι ἔτει», πάπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”